- σέπαλο
- Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων περισσότερο ή λιγότερο ενωμένων μεταξύ τους (κάλυκας γαμοσέπαλος) ή είναι ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος). Μπορεί να είναι ποώδη, μεμβρανώδη, χνουδωτά, αδενώδη ή λεία ή μπορεί να αποχτούν, όπως στην περίπτωση του φυτού ακόνιτο, μεγάλες διαστάσεις και ζωηρά χρώματα (σέπαλα πεταλοειδή).
Από το άλλο μέρος, τα άλλα μόρια του άνθους, όπως τα πέταλα, τα βράκτια κλπ., μπορούν να εκτελούν τη λειτουργία και να παίρνουν τη μορφή των σ.: σ’ αυτήν την περίπτωση, τα μεταμορφωμένα αυτά όργανα λέγονται σεπαλοειδή. Σπανίως ο κάλυκας είναι εύπτωτος (π.χ. παπαρούνα) ή αυξάνει πολύ κατά την ωρίμαση (π.χ. φυσαλίδα η αλκεκένσεια).
Στο άνθος αυτό της καλέντουλας (φαίνεται η πίσω όψη του) τα σέπαλα, σαν φυλλάρια ενωμένα μεταξύ τους, σχηματίζουν τον κάλυκα.
* * *το, Νβοτ. καθένα από τα τμήματα τού κάλυκα τού άνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].
Dictionary of Greek. 2013.